- διασοβώ
- διασοβῶ (-έω) (Α)1. εκφοβίζω, διώχνω κάποιον τρομοκρατώντας τον2. ανακινώ, αναταράζω3. μέσ. διασοβοῡμαιυπερηφανεύομαι, καμαρώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαστροβώ — διαστροβῶ ( έω) (Α) 1. στριφογυρίζω 2. διασοβώ, προκαλώ απότομα ταραχή, φόβο, ξαφνιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλη λ. για το διασοβώ] … Dictionary of Greek